
Εγώ και οι κουμπάροι μου είχαμε πάει στο γήπεδο.
Αφού λοιπόν φύγαμε από το γήπεδο, τόσο εγώ αλλά πιστεύω και η κουμπάρα μου, ψάχναμε τρόπο να βρεθούμε οι δυο μας για να απολαύσει όπως είπε το μεγάλο και χ…. μου ερ…. (που δεν είχε όμοιο του ο κουμπάρος μου σύζυγος της).
Έτσι κι έγινε λοιπόν, μετά από καμιά δεκαριά μέρες. Ο κουμπάρος μου, είχε ξεκινήσει κάτι εργασίες με τα χωράφια του (σπορά νομίζω), και η κουμπάρα μου έστειλε το βαφτιστικό μου στο χωριό της, για να μείνει μόνη. Αφού τα είχε όλα καταστρώσει στην εντέλεια, μου στέλνει μήνυμα, αθώο δήθεν, ρωτώντας με αν είδα κάπου τον άντρα της (από φόβο μην διαβάσει το μήνυμα η δικιά μου γυναίκα).
Εγώ της απάντησα ότι τον είδα στο χωριό με τα παλιά ρούχα και πως αν ήθελε να πάω να της κάνω παρέα για ένα απογευματινό καφεδάκι. Η απάντηση της ήταν «έλα». Σε πέντε λεπτά ήμουν έξω από την πόρτα του διαμερίσματος της. Χτύπησα και μου άνοιξε φορώντας μια μαύρη φούστα μακριά κάτω από το γόνατο, κι ένα σαν πράσινο μπλουζάκι.
– «Πέρασε…», μου είπε.
Και πέρασα μέσα, γνωρίζοντας ότι ήμασταν μόνοι τελείως.
– «Να σου κάνω έναν καφέ;», με ρώτησε.
– «Ναι, κουμπάρα μου, να μου κάνεις ότι θέλεις σήμερα.....
Loading...
loading...
0 Σχόλια